ενωτικός

ενωτικός
-ή, -ό (AM ἑνωτικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή συμβάλλει στην ένωση, συνδετικός («σύγκρασιν ἑνωτικήν», Πλούτ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ο ενωτικός
ο οπαδός τής πολιτικής που επιδιώκει την ένωση τών εκκλησιών ή την ένωση μιας χώρας ή περιοχής με ένα ομοεθνές κράτος ή τη συνένωση σωματείων
4. γραμμ. το ουδ. ως ουσ. το ενωτικό
μικρή οριζόντια γραμμή που τίθεται στο τέλος τού στίχου σε λέξη που τέμνεται σε κάποια συλλαβή της ή μεταξύ δύο λέξεων που συνεκφέρονται, π.χ. ένας ένας, γύρω γύρω
νεοελλ.
χημ. «ενωτικό βάρος» — το σχετικό βάρος κάθε συστατικού μιας χημικής ενώσεως, αλλιώς ατομικό βάρος
μσν.
ενωμένος.
επίρρ...
ἑνωτικῶς (AM)
κατά τρόπο ενωτικό, συνδετικό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἑνωτικός — serving to unite masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενωτικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται ή χρησιμεύει στην ένωση, ο συνδετικός. 2. το αρσ. ως ουσ., ενωτικός ο οπαδός της πολιτικής που επιδιώκει την ένωση: Οι ενωτικοί της Κύπρου. 3. το ουδ. ως ουσ., ενωτικό (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἑνωτικά — ἑνωτικός serving to unite neut nom/voc/acc pl ἑνωτικά̱ , ἑνωτικός serving to unite fem nom/voc/acc dual ἑνωτικά̱ , ἑνωτικός serving to unite fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑνωτικώτερον — ἑνωτικός serving to unite adverbial comp ἑνωτικός serving to unite masc acc comp sg ἑνωτικός serving to unite neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑνωτικῶν — ἑνωτικός serving to unite fem gen pl ἑνωτικός serving to unite masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑνωτικόν — ἑνωτικός serving to unite masc acc sg ἑνωτικός serving to unite neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑνωτικώτατον — ἑνωτικός serving to unite masc acc superl sg ἑνωτικός serving to unite neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑνωτικαῖς — ἑνωτικός serving to unite fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑνωτικαί — ἑνωτικός serving to unite fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑνωτικοῖς — ἑνωτικός serving to unite masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”